κουτοπόνηρος, -η

κουτοπόνηρος, -η
-ο κουτός και πονηρός συνάμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουτοπόνηρος — η, ο 1. κουτός που σκέφτεται πονηρά 2. αυτός που προσποιείται τον αφελή για να πετύχει τον σκοπό του, δόλιος …   Dictionary of Greek

  • βλαχοδικηγόρος — ο κουτοπόνηρος, στρεψόδικος χωριάτης …   Dictionary of Greek

  • κουτοπονηριά — η [κουτοπόνηρος] 1. καχυποψία που οφείλεται σε έλλειψη ευρείας αντιλήψεως 2. προσποιητή αφέλεια πονηρού ανθρώπου ή πονηρία κουτού ανθρώπου …   Dictionary of Greek

  • μικροπόνηρος — η, ο (Α μικροπόνηρος, η, ον) αυτός που είναι πονηρός σχετικά με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πονηρός] …   Dictionary of Greek

  • μωροπόνηρος — μωροπόνηρος, ον (Α) ο ανόητος και συνάμα πονηρός, κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πονηρός] …   Dictionary of Greek

  • εξυπνάκιας — ο πληθ. ηδες, ο δήθεν έξυπνος, αυτός που κάνει τον έξυπνο, ο κουτοπόνηρος: Σε γελάσανε, εξυπνάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”